Τρίτη 6 Αυγούστου 2024


ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΚΑΙ ΤΟ ΛΟΥΚΑΝΙΚΟ 

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ποντίκι, ένα πουλί κι ένα λουκάνικο, που ζούσανε μαζί στο ίδιο σπίτι, μοιράζονταν το φαγητό και τις δουλειές τους και περνούσαν ζωή και κότα. Το πουλάκι έπρεπε να πηγαίνει κάθε μέρα στο δάσος και να μαζεύει ξυλαράκια. Το ποντίκι έπρεπε να κουβαλάει νερό, ν' ανάβει τη φωτιά και να στρώνει το τραπέζι. Και το λουκάνικο μαγείρευε. Αλλά όποιος περνάει καλά, δεν κάθεται στ' αυγά του, παρά κοιτάζει διαρκούς να βρει άλλα, καινούργια! Μια μέρα, λοιπόν, που το πουλάκι πήγαινε στο δάσος να μα ζέψει ξύλα, συνάντησε ένα άλλο πουλί κι άρχισε να κορδώνεται για την καλή του τύχη και για το σπιτικό του. Ο καινούργιος του φίλος όμως γέλασε και του είπε πως ήταν μεγάλο κορόιδο, που δούλευε για να κάθονται οι άλλοι και να τεμπελιάζουν στο σπίτι. Γιατί μόλις το ποντίκι έφερνε νερό κι άναβε τη φωτιά, έπεφτε για ύπνο, ώσπου να το φωνάξουν να στρώσει το τραπέζι. Και το λουκάνικο καθόταν κοντά στη φωτιά, κοίταζε το φαγητό να βράζει, κι όταν έφτανε η ώρα να φάνε, τρύπωνε για λίγο μέσα στη χύτρα, μαζί με το ρύζι ή με τα λαχανικά, κι έτσι το φαγητό τους γινόταν αλατισμένο και νόστιμο. Κι όταν γύριζε το πουλάκι και ξεφόρτωνε τα ξύλα, κάθονταν όλοι στο τραπέζι, έτρωγαν κι έπεφταν για ύπνο, μέχρι την άλλη μέρα το πρωί. Και ζούσαν ζωή χαρισάμενη.



Άκουσε τις κοροϊδίες το πουλάκι και την άλλη μέρα πείσμωσε και δεν ήθελε να πάει για ξύλα στο δάσος. Αρκετά είχε δουλέψει σαν το σκλάβο, είπε. Αρκετά είχαν τεμπελιάσει στις δικές του πλάτες. Είχε έρθει πια η ώρα ν' αλλάξουν και να μοιράσουν αλλιώς τις δουλειές. Κι όσο κι αν προσπαθούσαν να του αλλάξουν μυαλά το ποντίκι και το λουκάνικο, το πουλί ήταν αμετάπειστο. Έβαλαν λοιπόν κλήρο, κι ο κλήρος έπεσε στο λουκάνικο, να πάει στο δάσος για ξύλα το ποντίκι έγινε μάγειρος και το πουλί έπρεπε να φέρει νερό, ν' ανάψει φωτιά και να στρώσει το τραπέζι. Και πράγματι έτσι έγινε. Το λουκάνικο έφυγε να πάει για ξύλα. Το πουλάκι άναψε τη φωτιά, το ποντίκι έβαλε τη χύτρα να βράσει και περίμεναν κι οι δυο τους να γυρίσει το λουκάνικο να φέρει τα ξύλα για την άλλη μέρα. Το λουκάνικο όμως αργούσε και πίσω δεν γύριζε, ώσπου οι άλλοι δυο άρχισαν ν' ανησυχούν και το πουλί πέταξε λίγο πιο πέρα, να δει τι είχε γίνει. Λεν πρόλαβε να πάει μακριά και τι να δει; Ένας σκύλος είχε αρπάξει το λουκάνικο και το πήγαινε στο σπίτι του για να το φάει. Το πουλί έβαλε τις φωνές και σταμάτησε το σκυλί. Κανένα δικαίωμα δεν είχε, του είπε, ν' αρπάξει το λουκάνικο και να το φάει. Αυτό ήταν ληστεία και φόνος. Του κάκου, όμως. Το σκυλί δήλωσε ότι είχε βρει το λου- κάνικο στο δάσος κι άρα ήταν πια δικό του και μπορούσε να το φάει. Στενοχωρημένο το πουλάκι φορτώθηκε τα ξύλα, γύρισε στο σπίτι και είπε στο ποντίκι όσα είχε δει κι είχε ακούσει. Έκλαψαν κι οι δυο τους, αλλά αποφάσισαν να μείνουν μαζί και να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να τα καταφέρουν. Έστρωσε λοιπόν το πουλί το τραπέζι και το ποντίκι ετοίμασε το φαγητό και γλίστρησε κι αυτό μέσα στη χύτρα, όπως έκανε πάντα το λουκάνικο, για ν' αλατίσει και να νοστιμίσει το ρύζι. Αλλά πριν προλάβει καλά καλά να πέσει μέσα στη χύτρα, έσκασε μέσα στο ρύζι το βραστό κι έχασε τη ζωή του. Όταν γύρισε το πουλάκι κι ετοιμάστηκε να σερβίρει το φαγητό στα πιάτα, πουθενά ο μάγειρος. Ανάστατο το πουλί έψαξε στα ξύλα, έψαξε, αλλά δεν μπόρεσε να βρει πουθενά το ποντίκι. Απ' τη βιασύνη και την στενοχώρια του δεν πρόσεξε κι η φωτιά έφτασε στα ξύλα και φούντωσε. Φοβισμένο πέταξε το πουλάκι να φέρει νερό, για να τη σβήσει. Αλλά τού 'πεσε ο κουβάς στο πηγάδι και μαζί με τον κουβά έπεσε κι αυτό και πνίγηκε.


Πηγή από:ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος 
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ 
Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen 
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια

Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2024

 


 THE FOXGLOVE FAIRIES 



Ο νεαρός Rhiwallon περπατούσε δίπλα σε μια λίμνη ένα βράδυ, όταν από την ομίχλη αναδύθηκε μια χρυσή βάρκα. Μια πολύ όμορφη κοπέλα κωπηλατούσε τη βάρκα με χρυσά κουπιά. Γλίστρισε απαλά στην ομίχλη πριν να προλάβει να της μιλήσει. Ο Rhiwallon επέστρεφε κάθε απόγευμα αναζητώντας την κοπέλα και όταν δεν τη βρήκε, ζήτησε συμβουλές από έναν σοφό άνθρωπο. Είπε στον Rhiwallon va

της προσφέρει τυρί. Ο Rhiwallon της προσφέρει τυρί. Ο Rhiwallon έκανε όπως του είπε ο σοφός άνθρωπος, Όταν εμφανίστηκε η κοπέλα και πήρε την προσφορά του, βγήκε στη στεριά, έγινε γυναίκα του και του γέννησε τρεις γιους.


"Αφού οι γιοι μεγάλωσαν και ο μικρότερος έγινε άντρας, η γυναίκα του Rhiwallon κωπηλάτησε στη λίμνη μια μέρα και επέστρεψε με ένα μαγικό κουτί με κοσμήματα. Είπε στον Rhiwallon ότι πρέπει να τη χτυπήσει τρεις φορές για να επιστρέψει στην ομίχλη για πάντα. Εκείνος αρνήθηκε να 


τη χτυπήσει, αλλά το επόμενο πρωί, καθώς τελείωσε το πρωινό του και ετοιμαζόταν να πάει στη δουλειά, ο Rhiwallon χτύπησε με στοργή τη γυναίκα του στον ώμο τρεις φορές. Αμέσως ένα σύννεφο ομίχλης την τύλιξε και εξαφανίστηκε. Πίσω έμεινε το στολισμένο μαγικό κουτί. Όταν οι τρεις γιοι το άνοιξαν, βρήκαν μια λίστα με όλα τα φαρμακευτικά βότανα, συμπεριλαμβανομένου του, foxglove με πλήρεις οδηγίες για τη χρήση και τις θεραπευτικές τους ιδιότητες. Με αυτή τη γνώση οι τρεις γιοι έγιναν πιο διάσημοι από τους γιατρούς».


Ευχαριστούμε που μας διαβάσατε 





Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024

 



ΚΑΜΠΑΝΕΣ ΓΑΜΟΥ


Μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα, ένα ξανθό και όμορφο κοριτσάκι, που λεγόταν Ντόροθι, πήγε να μαζέψει ένα 

μάτσο αγριολούλουδα στο δάσος κοντά στο σπίτι της. 

Την επόμενη ημέρα θα ήταν η Πρωτομαγιά και η Ντόροθι ήθελε τα λουλούδια να στολίσουν τον Μάη της. Υπήρχαν υπέροχα κίτρινα primroses και έναστρες λευκές και μοβ βιολέτες που φύτρωναν στην καρδιά του δάσους ανάμεσα στις μικροσκοπικές φτέρες, που κρυφοκοιτάζανε εδώ κι εκεί από το χαλί των bluebells, που απλώνονταν κάτω από τα δέντρα προς όλες τις κατευθύνσεις. Σε ελάχιστο χρόνο η Ντόροθι έκανε ένα υπέροχο μεγάλο μάτσο και το έδεσε με φύλλα φτέρης. Έχοντας στο μυαλό της ότι θα ξεκουραζόταν λίγο, κάθισε σε μια όχθη με βρύα κοντά σε ένα σκιερό ρέμα. Τα πουλιά τραγούδησαν στα φύλλα πάνω από το κεφάλι, το δάσος ήταν ήσυχο και όμορφο. Ξαφνικά συνέβη ένα πολύ εκπληκτικό πράγμα, όλα τα λουλουδάκια bluebells ‘’μπλε κουδούνια’’τριγύρω άρχισαν να χτυπούν! Έπαιξαν μια τόσο χαρούμενη μελωδία, και τα ψηλά, επιβλητικά ροζ foxgloves ‘’ροζ αλεπούδες’’χτυπούσαν με τις βαθύτερες νότες τους.

Αυτό πρέπει να ήταν το σήμα για να ξεκινήσει η διασκέδαση, καθώς ακούγονταν ενθουσιασμένα 


τριξίματα και γέλια από ένα σωρό φτέρη εκεί κοντά, 

και μικροσκοπικές φωνές ακούγονταν να χαιρετίζουν 

η μία την άλλη. Τότε η Ντόροθι είδε κάτι να κινείται πολύ γρήγορα μέσα από τα στρογγυλά φύλλα, βγήκε ένα ολόλευκο κουνέλι. Ένα τόσο όμορφο το λευκό κουνέλι, ντυμένο με πλούσιο γαλάζιο σατέν, που κουβαλάει περήφανα μια υπέροχη γαμήλια τούρτα. Τον ακολούθησαν εκατοντάδες ζωάκια του δάσους με γούνινα όπως σκίουροι, ποντίκια αγρού, κουνέλια και τυφλοπόντικες και πολλοί μικροί. Υπήρχαν νεράιδες, πιξί, καλικάντζαροι και ξωτικά, που γελούσαν όλοι μαζί τόσο χαρούμενα καθώς περπατούσαν στο μονοπάτι του δάσους πίσω από 

το λευκό κουνέλι. Η Ντόροθι ήταν πολύ περίεργη, έτσι άφησε κάτω τα λουλούδια της και ακολούθησε να δει πού πήγαν τα μικρά ζωάκια και οι νεράιδες. Πολύ προσεκτικά μπήκαν όλοι μέσα και έξω από τα primroses ‘’πριμουλεσ’’ και τις βιολέτες, έτσι ώστε να μην τραυματιστεί ή να πληγωθεί ένα πέταλο, μέχρι που έφτασαν στο τέλος και οι μπλε καμπάνες σταμάτησαν να χτυπούν. Όλα ήταν τόσο ήσυχα και ακίνητα. Μια τσίχλα έβγαλε τρεις γλυκές, καθαρές νότες και αμέσως τα μπλε κουδούνια χώρισαν στο ξέφωτο, σχηματίζοντας μια αψίδα πάνω από το κεφάλι, και τα γούνινα πλάσματα του δάσους και όλος ο μικρός λαός των νεράιδων παρατάχθηκαν σε κάθε πλευρά, με κάθε μικροσκοπικό πρόσωπο χαρούμενο από ενθουσιασμό.

Για άλλη μια φορά η τσίχλα έβγαλε τρεις νότες και η μουσική άρχισε να ηχεί ξανά, αυτή τη φορά παίζοντας το Wedding March. Περπατώντας αργά προς το μέρος της μέσα από την αψίδα, η Ντόροθι είδε το πιο όμορφο ζευγάρι νεράιδων, έναν βασιλικό πρίγκιπα και μια πριγκίπισσα! Εκείνη το ήξερε


Όλες οι φωτό από: Pinterest 


Πηγή:https://nla.gov.au/nla.obj-2600932/view?partId=nla.obj-2656867


Ευχαριστούμε που μας διαβάσατε 



Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2022




ΤΟ ΧΙΟΝΟΠΑΙΔΟ

Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα τόπο μακρινό σε ένα χωριό ζούσε ένας γέροντας με τη γυναίκα του. Ήταν πολύ αγαπημένοι όμως δεν ήταν χαρούμενοι, επειδη δεν είχαν παιδιά.

Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, όταν έπεσε το πρώτο χιόνι και άπλωσε το άσπρο σεντόνι στη γη, το ηλικιωμένο ζευγάρι στάθηκε μπροστά στο παράθυρό του κι έβλεπε τα παιδιά που έκαναν έναν πολύ μεγάλο χιονάνθρωπος. Αφού έφτιαξαν τον χιονάνθρωπο, τα παιδιά έφυγαν, και ο γέροντας είπε στη γυναίκα του:
-«Γιατί δεν πάμε έξω να φτιάξουμε ένα χιονόπαιδο;»
-«Γιατί όχι!», απάντησε εκείνη. «Μπορούμε να φτιάξουμε ένα μικρό κοριτσάκι!»
Κι έτσι βγήκαν στην αυλή και άρχισαν δουλειά!
Αργά και προσεκτικά έδωσαν σχήμα στο χιόνι. Έφτιαξαν ένα μικρό σώμα, με λεπτοκαμωμένα χέρια και πόδια. Έφτιαξαν μια μικρή μπάλα από χιόνι και σχημάτισαν το κεφάλι. Μετά μ’ένα μικρό κλαρί χάραξαν το στόμα και τα μάτια.
Το χιονόπαιδο ήταν τόσο τέλειο, όσο μπορούσε να γίνει. Το φόρεμά της ήταν φτιαγμένο από παγοκρυστάλλους και τα μαλλιά της από κλαδιά ιτιάς καλυμμένα με πάγο.
-«Το χιονόπαιδο είναι τόσο όμορφο!» είπε ο γέροντας.
-«Πόσο θα ήθελα να είναι αληθινή!», ευχήθηκε η γυναίκα του και γονάτισε και φίλησε το παιδί στα χείλη. Και μόλις το έκανε αυτό, το παιδί ζωντάνεψε!
Τα χείλη της έγιναν ροζ και μια ζεστή ανάσα βγήκε από το στόμα της. Και κοίταξε το ηλικιωμένο ζευγάρι με τα μάτια ενός αληθινού παιδιού.
Πρώτα κούνησε το κεφάλι της.
Μετά τα χέρια της…
και μετά τα πόδια της…
-«Κοίτα!» φώναξε ο γέροντας, «είναι ζωντανή!»
Το χιονόπαιδο χαμογέλασε και μετά μίλησε και είπε: «Από χιόνι είμαι φτιαγμένο, κι απ’τον άνεμο φερμένο!»
-«Η ευχή μας πραγματοποιήθηκε!» είπε η γυναίκα.



-«Ναι!» είπε ο άντρας της, «επιτέλους έχουμε κι εμείς ένα κοριτσάκι δικό μας!». Και πήρε το χιονόπαιδο στην αγκαλιά του και το έβαλε μέσα στο σπίτι.
Το ηλικιωμένο ζευγάρι ποτέ δεν υπήρξε πιο ευτυχισμένο. Ο γέροντας έλεγε ιστορίες. Η γυναίκα του έλεγε τραγούδια και το χιονόπαιδο χόρευε τριγύρω στο δωμάτιο.
Το βράδυ η γριά γυναίκα έτρωσε ένα μικρό κρεβάτι με μια ζεστή μάλλινη κουβέρτα.
-«Έλα!» είπε «Είναι ώρα για ύπνο».
Το χιονόπαιδο αρνήθηκε.
-«Δεν μπορώ να κοιμηθώ εδώ» είπε «πρέπει πάντα να κοιμάμαι έξω!»
-«Μα θα κρυώσεις!» είπε η γριά γυναίκα.
-«Ω! μα όχι!» είπε γελώντας το χιονόπαιδο «Εγώ ποτέ δεν κρυώνω!». Κι έτρεξε έξω στον κήπο.
Κάθε βράδυ κοιμόταν έξω, σ’ένα χιονένιο κρεβάτι. Και κάθε βράδυ ο γέροντας και η γυναίκα του, την κοιτούσαν από το παράθυρο για είναι σίγουροι ότι το κοριτσάκι δεν κινδυνεύει. Το φεγγάρι και τα αστέρια φώτιζαν το κοιμισμένο της χαμόγελο και όλα πήγαιναν μια χαρά.
Όλο το χειμώνα το χιονόπαιδο έπαιζε με τα παιδιά του χωριού στο χιόνι. Τους έμαθε να φτιάχνουν ένα σωρό χιονένια πράγματα: άλογα, μια άμαξα κι ένα όμορφο παλάτι.
Ώσπου ήρθε η άνοιξη κι ο ήλιος ζέστανε τη γη. Τα πουλιά επέστρεψαν από τα μακρινά μέρη και τα μπουμπούκια άνθισαν στους κήπους. Τα παιδιά του χωριού ήταν χαρούμενα. Χόρευαν και τραγουδούσαν κάτω από το φως του ήλιου. Κι έλεγαν στο χιονόπαιδο: «Έλα, έλα να παίξεις μαζί μας!»
Μα το χιονόπαιδο δεν πήγαινε. Κρυβόταν από τον ήλιο στις σκιές των δέντρων και στις σκοτεινές γωνιές του σπιτιού.
-«Μα τι συμβαίνει;» αναρωτιόταν η γριά γυναίκα.
-«Μήπως είσαι άρρωστη;» τη ρωτούσε ο γέροντας.
-«Τίποτα δεν συμβαίνει…» απαντούσε το κορίτσι «είμαι καλά…»
Κι όμως όσο ζέσταινε ο καιρός τόσο πιο θλιμμένο γινόταν το κορίτσι. Τα χείλη της έχασαν το χρώμα τους, κι έμοιαζε πιο λεπτή και αδύναμη.
Ύστερα, ένα πρωί, όταν έλιωσε και το τελευταίο χιόνι του χειμώνα, το κορίτσι πήγε στο ηλικιωμένο ζευγάρι, τους φίλησε και είπε:
-«Τώρα πρέπει να σας αφήσω…»
-«Μα γιατί;» τρόμαξαν εκείνοι.
-«Γιατί από χιόνι είμαι φτιαγμένο, κι όπου έχει κρύο μένω!» είπε το κορίτσι.
-«Όχι, όχι!» φώναξαν «Δεν μπορείς να φύγεις…»
Τότε την αγκάλιασαν σφιχτά και λίγες σταγόνες λιωμένου χιονιού έβρεξαν το πάτωμα. Γρήγορα το κοριτσάκι ξεγλίστρησε από τα χέρια τους κι έτρεξε στην πόρτα.
-«Έλα πίσω!» φώναξαν εκείνοι «γύρνα πίσω σ ‘ εμάς!»
Όμως το χιονόπαιδο είχε φύγει. Και το ηλικιωμένο ζευγάρι έκλαψε. Πίστεψαν ότι δεν θα την ξαναδούν ποτέ.
Όλο το καλοκαίρι τα παιδιά έπαιζαν, τα πουλιά τραγουδούσαν και τα λουλούδια άνθιζαν. Αλλά ο γέροντας και η γυναίκα του σκέφτονταν μόνο το χαμένο κοριτσάκι τους.
Ώσπου τον επόμενο χειμώνα, όταν έπεσε το πρώτο χιόνι και το ηλικιωμένο ζευγάρι κοίταξε έξω από το παράθυρο, είδαν το χιονόπαιδό τους να στέκεται στον κήπο! Έτρεξαν έξω και τη φίλησαν. Το χιονόπαιδο χαμογέλασε και είπε: «Από χιόνι είμαι φτιαγμένο, κι απ’τον άνεμο φερμένο!»
Το χιονόπαιδο έμεινε με τον γέροντα και τη γυναίκα του όλο το χειμώνα. Κι όταν ήρθε η άνοιξη, έφυγε ξανά. Όμως ο γέροντας και η γυναίκα του δεν ένιωθαν πια λύπη. Ήξεραν πως το χιονόπαιδό τους θα επέστρεφε κοντά τους κάθε χειμώνα, για μια ολόκληρη ζωή.

Ευχαριστούμε που μας διαβάσατε

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2022

 

 Ο δράκος και το χρυσάνθεμο


Μια φορά κι ένα καιρό, Οκτώβρη μήνα σε μια χώρα μακρινή την Κίνα ζούσε ένας δράκος που όλοι τρέμανε όταν τον έβλεπαν. Ήταν πελώριος με γαμψά νύχια στα πόδια με μακριά ουρά γεμάτη αγκάθια με αγρια βλέμμα και κατακόκκινα μάτια. Όταν θύμωνε μιλούσε με βροντερή ανθρώπινη φωνη. Κανείς ποτέ δεν είχε γλυτώσει απ΄ τα νύχια του αν έπεφτε στο δρόμο του. Μια μέρα μια πανεμορφη κοπέλα έφτασε κοντά στα μέρη του, έψαχνε το δρόμο για τη σπηλιά του.

Το φοβερό τέρας κρατούσε αιχμάλωτο τον αγαπημένο της. Εκείνη δεν φοβόταν όσα κι αν της είπαν. Όταν συναντήθηκαν της είπε πως θα τον άφηνε ελεύθερο μόνο αν εκείνη του έφερνε ένα χρυσάνθεμο με εκατό πέταλα. Μέρες και νύχτες η κοπέλα γύριζε κάμπους και βουνά δάση και ρεματιές ψάχνοντας να βρει το χρυσάνθεμο που της ζητούσε ο δράκος. Οι σοφοί λέγανε πως τέτοιο λουλούδι δεν υπάρχει.

Τότε, έκοψε ένα χρυσάνθεμο, έβγαλε μια βελόνα από κείνες που κρατούσαν τα μαλλιά της κι άρχισε με ατέλειωτη υπομονή να χαράζει τα πέταλα του λουλουδιού. Δούλεψε χωρίς να σταματήσει λεπτό, όταν τα χώρισε σε εκατό , έτρεξε στη σπηλιά του δράκου και του το δώσε. Ο δράκος τα μέτρησε και τα βρήκε σωστά. Άφησε τότε το παλικάρι ελεύθερο κι ο ίδιος πήρε το λουλούδι του και χάθηκε για πάντα στα βάθη της σπηλιάς. Το ζευγάρι ευτυχισμένο γύρισε στο σπίτι του κι από τότε λένε πως τα χρυσάνθεμα ανθίζουν με πάρα πολλά πέταλα και κάθε Οκτώβρη.

Ευχαριστούμε που μας διαβάσατε



Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022


Η χήνα με τα χρυσά αυγά 



Μια φορά κι έναν καιρό, ένας αγρότης είχε μια χήνα που γεννούσε ένα χρυσό αυγό κάθε μέρα. Το αυγό αξιζε αρκετά χρήματα και ετσι ο αγρότης και η γυναικα του ειχαν χρηματα για τις καθημερινές τους ανάγκες. Ο αγρότης και η γυναίκα του ήταν ευτυχισμένοι για πολύ καιρό. Αλλά μια μέρα, ο αγρότης είχε  μια ιδέα και σκέφτηκε: «Γιατί να παίρνω μόνο ένα αυγό την ημέρα; Γιατί δεν μπορώ να τα πάρω όλα ταυτόχρονα και να βγάλω πολλά χρήματα;». Η γυναίκα του ανόητου αγρότη συμφώνησε επίσης και αποφάσισε να κόψει το στομάχι της χήνας για τα αυγά. Μόλις σκότωσαν το πουλί και άνοιξαν το στομάχι της χήνας, βρηκαν μονο παρά τα εντοσθια τησ χηνας. Ο αγρότης, συνειδητοποιώντας το ανόητο λάθος του, κλαίει για το χαμένο χρυσάφι!
Ευχαριστούμε που μας διαβάσατε



Τετάρτη 27 Ιουλίου 2022

 

 Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΒΑΤΡΑΧΟΣ




Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μακρινό βασίλειο, ζούσε ένας βασιλιάς και η όμορφη νεαρή κόρη του. Το καλοκαίρι, όταν στο βασίλειο έκανε πολύ ζέστη, η νεαρή πριγκίπισσα καθόταν στην άκρη ενός βαθύ, δροσερού πηγαδιού και ονειρευόταν. Φανταζόταν μακρινές χώρες και τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί.

Και μερικές φορές, όταν βαριόταν να ονειροπολεί, έπαιζε με την αγαπημένη της χρυσή μπάλα. Περνούσε ώρες πετώντας την μπάλα στον αέρα και πιάνοντάς την.

Ένα απόγευμα, καθώς έπαιζε με τη χρυσή της μπάλα, την πέταξε στον αέρα λίγο πολύ ψηλά. Τέντωσε τα χέρια της ψηλά πάνω από το κεφάλι της και πέταξε την μπάλα. Αλλά πριν προλάβει να το πιάσει, έπεσε στο πηγάδι. Το πηγάδι ήταν πολύ βαθύ για να πάρει η πριγκίπισσα την μπάλα της. Αν έμπαινε μέσα, δεν θα μπορούσε να ξανασκαρφαλώσει. Κοίταξε μέσα στο νερό και είδε την υπέροχη μπάλα της να αστράφτει καθώς έπεφτε στο βάθος του βαθιού πηγαδιού. Το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει ήταν να σκύψει στο πλάι, να κοιτάξει στο πηγάδι και να κλάψει για την απώλεια της όμορφης χρυσής της μπάλας. 

«Τι θα κάνω χωρίς την υπέροχη χρυσή μου μπάλα;» έκλαψε. «Δεν θα με βοηθήσει κανείς;»

Έκλαψε για αρκετή ώρα, μέχρι που άκουσε μια φωνή να λέει: «Γιατί κλαις πριγκίπισσα;» Η πριγκίπισσα κοίταξε κάτω στο πηγάδι και είδε έναν βάτραχο να κάθεται στην άκρη του πηγαδιού. Ήταν ο βάτραχος που μίλησε; αναρωτήθηκε. 

Καθώς τον κοίταξε, ο βάτραχος άνοιξε το στόμα του και είπε «Πριγκίπισσα, σε παρακαλώ πες μου γιατί κλαις. Αν μου πεις γιατί είσαι στενοχωρημένη, ίσως

να μπορέσω να σε βοηθήσω».

Η πριγκίπισσα δεν είχε ξαναδεί βάτραχο να μιλάει, αλλά έκρυψε την έκπληξή της και απάντησε στον μικρό πράσινο βάτραχο.

«Κλαίω γιατί η χρυσή μου μπάλα χάθηκε στο πηγάδι», είπε στον βάτραχο.

Ο βάτραχος είπε: «Μην κλαις πια, καλή πριγκίπισσα, γιατί θα σώσω τη χρυσή σου μπάλα. Αν και πρέπει να ξέρω, τι θα μου δώσετε για να κάνω μια τέτοια πράξη;»

«Ω, ό,τι θέλεις», είπε.

«Υπόσχεσου ότι θα είσαι φίλη μου, ότι θα με πας σπίτι και θα μοιραστείς το φαγητό σου μαζί μου. Υποσχέσου μου ότι δεν θα ξεχάσεις ποτέ τη φιλία μας», είπε ο βάτραχος. Η πριγκίπισσα σκέφτηκε, θα έδινα τα πάντα για να πάρω πίσω την πολύτιμη χρυσή μου μπάλα. Αλλά δεν θέλω να φάω με έναν γλοιώδη βάτραχο, ούτε να κάνω φίλο! Σίγουρα ο βάτραχος θα ξεχάσει το αίτημά του μόλις πάρει τη χρυσή μου μπάλα.

«Ω, ναι, αγαπητέ βάτραχο. Συμφωνώ με αυτό που ζητάς», είπε ψέματα η πριγκίπισσα. «Θα είμαστε οι καλύτεροι φίλοι». 

Ο βάτραχος χάρηκε πολύ με την απάντηση της πριγκίπισσας. Βούτηξε κάτω από το νερό και βρήκε τη χρυσή μπάλα. Ήταν σφιχτά κολλημένη στη λάσπη και έπρεπε να δουλέψει σκληρά για να το ελευθερώσει. Όταν τελικά απελευθέρωσε την μπάλα από τη λάσπη, κλώτσησε τα πόδια του και κολύμπησε στην επιφάνεια του νερού.

«Εδώ είναι η μπάλα σου, πριγκίπισσα», είπε ο βάτραχος και πέταξε τη χρυσή μπάλα στα πόδια της πριγκίπισσας.

Μόλις ο βάτραχος έριξε  τη μπάλα, η πριγκίπισσα την άρπαξε και έφυγε τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ο καημένος βάτραχος δεν μπορούσε να συμβαδίσει με την πριγκίπισσα. Της φώναξε, «Περίμενε, πριγκίπισσα, περίμενε! Τι γίνεται με εμένα; Ελα πισω!"

Εκείνο το βράδυ, η βασιλική οικογένεια απολάμβανε το δείπνο της όταν κάποιος φώναξε: «Νεαρή πριγκίπισσα, άσε με να μπω!» Η πριγκίπισσα χλόμιασε. Ωχ όχι! Αυτός ο γλοιωδης βάτραχος δεν ξέχασε την υπόσχεσή μου! σκέφτηκε. Σηκώθηκε από το τραπέζι και άνοιξε την πόρτα για να μπει ο βάτραχος.

Ο βάτραχος κοίταξε τριγύρω και είπε: «Με, τι ωραίο σπίτι έχεις. Θα χαρώ να ζω εδώ». Μύρισε τον αέρα και είπε: «Μου μυρίζει πουρέ και αρακά; Γιατί, ο πουρές και ο αρακάς είναι δύο από τα αγαπημένα μου πιάτα!».

Ο βάτραχος ακολούθησε τις υπέροχες μυρωδιές στην τραπεζαρία, όπου η βασιλική οικογένεια καθόταν γύρω από το τραπέζι. Ο βάτραχος πήδηξε πάνω στο τραπέζι. Πήγε στην πριγκίπισσα και άρχισε να επιθεωρεί το πιάτο με το φαγητό της. Στη συνέχεια πήδηξε πάνω από το τραπέζι για να εξετάσει το φαγητό στο πιάτο του βασιλιά.

Με ένα βλέμμα μεγάλης σύγχυσης στο πρόσωπό του, ο βασιλιάς είπε: «Κόρη, θα μου πεις σε παρακαλώ γιατί υπάρχει ένας βάτραχος στο τραπέζι;» Η πριγκίπισσα εξήγησε τις υποσχέσεις που είχε δώσει στον βάτραχο όταν πήρε τη χρυσή της μπάλα από το πηγάδι. Ο σοφός βασιλιάς ήξερε ότι η κόρη του δεν ήθελε να κρατήσει την υπόσχεσή της στον βάτραχο. Ο βασιλιάς έριξε μια ματιά στην πριγκίπισσα και είπε: «Κόρη, μια υπόσχεση είναι υπόσχεση. Και είτε σου αρέσει ο βάτραχος είτε όχι, πρέπει να κρατήσεις την υπόσχεση που έδωσες. Θα του προσφέρεις τη φιλία σου και θα τον προσκαλέσεις να έρθει μαζί σου στο δείπνο».

Με μεγάλη λύπη, η πριγκίπισσα γύρισε στον βάτραχο και είπε: «Η φιλία μου είναι για σένα και το δείπνο μου είναι το δείπνο σου».

«Υπέροχο», ψέλλισε ο βάτραχος καθώς άρχισε να τρώει όλο το φαγητό από το πιάτο της. «Ο αρακάς και ο πουρές είναι νόστιμα! Αλλά με όλο το νόστιμο φαγητό έχω διψάσει αρκετά. Πριγκίπισσα, θα μου δώσεις λίγο ακόμα νερό να πιω;» είπε ο βάτραχος ανάμεσα σε μεγάλες μπουκιές φαγητού.

Η πριγκίπισσα δεν ήθελε να πάει  στον βάτραχο ένα ποτήρι νερό. Σκέφτηκε θυμωμένη, Αυτός ο αγενής βάτραχος έτρωγε και την τελευταία μπουκιά φαγητού από το πιάτο μου. Και τώρα πρέπει να τον σερβίρω περισσότερο για να πιει! Δύσκολα το αντέχω.

Αλλά η πριγκίπισσα θυμήθηκε την υπόσχεσή της στον βάτραχο. Σηκώθηκε όρθια και έδωσε στον βάτραχο ένα φρέσκο ​​ποτήρι νερό.

«Ευχαριστώ», είπε ο βάτραχος. «Τώρα είμαι έτοιμος για το γλυκό μου. Θα μου φέρεις σε παρακαλώ λίγη πίτα;»

Η πριγκίπισσα δεν άντεχε άλλο τα αιτήματα του ενοχλητικού βατράχου. Χτύπησε τη γροθιά της στο τραπέζι. Το τραπέζι τινάχτηκε και ο βάτραχος έχασε την ισορροπία του. Έπεσε από το τραπέζι.

Η πριγκίπισσα και ο βασιλιάς έγειραν στην άκρη του τραπεζιού για να δουν τι είχε συμβεί στον βάτραχο. Αλλά ο βάτραχος δεν ήταν εκεί. Στη θέση του βατράχου ήταν ένας όμορφος νεαρός πρίγκιπας! 

"Τι συμβαίνει εδώ?" ρώτησε η εξαγριωμένη πριγκίπισσα.

Ο πρίγκιπας εξήγησε: «Αγαπητή πριγκίπισσα, λυπάμαι πολύ που σου προκάλεσα τόσο πόνο. Μια κακιά μάγισσα με μετέτρεψε σε βάτραχο. Ο μόνος τρόπος για να γίνω ξανά πρίγκιπας ήταν να θυμώσει μια πριγκίπισσα μαζί μου. Μετά εμφανίστηκες με τη χρυσή σου μπάλα και σε είδα να τη χάνεις. Νόμιζα ότι ήταν η μόνη μου ευκαιρία να σπάσω το ξόρκι». «Καημένε», είπε η πριγκίπισσα. «Ένας τόσο όμορφος νεαρός, προορισμένος για τη μοναχική ζωή ενός βατράχου!»

Ο πρίγκιπας συνέχισε: «Ευτυχώς, ο θυμός σου με έκανε ξανά πρίγκιπα. Χωρίς εσένα, θα εξακολουθούσα να χοροπηδάω ανάμεσα στα νούφαρα! Μου έσωσες τη ζωή, πριγκίπισσα».

Εκείνη τη στιγμή, η πριγκίπισσα και ο πρίγκιπας ερωτεύτηκαν. Η πριγκίπισσα συγχώρεσε τον πρίγκιπα που την εξαπάτησε. Την έπεισε η ειλικρίνεια στη φωνή του και η καλοσύνη των λόγων του.

Ο πρίγκιπας ζήτησε από την πριγκίπισσα να τον παντρευτεί και η πριγκίπισσα δέχτηκε. Την ημέρα του γάμου ο ήλιος έλαμπε και τα πουλιά κελαηδούσαν στους βασιλικούς κήπους. Τα τριαντάφυλλα ήταν σε πλήρη άνθιση στους προσεκτικά στολισμένους θάμνους.

Αφού ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα αντάλλαξαν τους όρκους τους, ο βασιλιάς πλησίασε το χαρούμενο ζευγάρι. Ο βασιλιάς στάθηκε περήφανος δίπλα στην πριγκίπισσα και τον πρίγκιπα και έγνεψε χαρούμενος στο τεράστιο πλήθος.

«Κόρη, δεν χαίρεσαι που κράτησες την υπόσχεσή σου στον βάτραχο; Αν δεν είχες προσκαλέσει τον βάτραχο να έρθει στο δείπνο, δεν θα ήμασταν εδώ για να γιορτάσουμε μαζί αυτήν την ευτυχισμένη μέρα», είπε ο περήφανος βασιλιάς.

«Πράγματι, έχεις δίκιο, πατέρα. Αν δεν είχα κρατήσει την υπόσχεσή μου στον βάτραχο, τότε δεν θα είχα θυμώσει ποτέ. Και αν δεν είχα θυμώσει ποτέ, τότε δεν θα είχα σπάσει το ξόρκι της μάγισσας στον πρίγκιπα. Και αν το ξόρκι δεν είχε σπάσει ποτέ, τότε ο γλυκός μου πρίγκιπας θα ήταν ακόμα βάτραχος!». είπε η πριγκίπισσα με μεγάλη χαρά.

Εκείνη τη στιγμή, ο πρίγκιπας συμμετείχε στη συζήτηση και είπε: «Πιστεύω ότι είμαι ο πιο ευτυχισμένος από όλους μας που κράτησες την υπόσχεσή σου! Φαντάσου, αγαπητή πριγκίπισσα, πώς θα ήταν να παντρευτείς έναν βάτραχο!».

Ο πρίγκιπας, η πριγκίπισσα και ο βασιλιάς κοιτάχτηκαν όλοι και γέλασαν χαρούμενα. Το πλήθος ζητωκραύγασε και πέταξε ροδοπέταλα καθώς το νιόπαντρο ζευγάρι περπατούσε προς τη βασιλική άμαξα. Τα άλογα απομακρύνθηκαν, τραβώντας την άμαξα πίσω τους. Ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα χαιρετούσαν χαρούμενοι το πλήθος και  ένιωσαν μεγάλη ευτυχία εκείνη τη στιγμή. Το χαρούμενο ζευγάρι πέρασε μαζί τις υπόλοιπες ευτυχισμένες μέρες του.

Πηγή: https://www.shortstoriesforkids.net/fairy-tales/the-frog-prince/

Ευχαριστούμε που μας διαβάσατε

Μ.Κ



ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΚΑΙ ΤΟ ΛΟΥΚΑΝΙΚΟ  Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ποντίκι, ένα πουλί κι ένα λουκάνικο, που ζούσανε μαζί στο ίδιο σπίτι, ...