ΤΟ ΧΙΟΝΟΠΑΙΔΟ
Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα τόπο μακρινό σε ένα χωριό ζούσε ένας γέροντας με τη γυναίκα του. Ήταν πολύ αγαπημένοι όμως δεν ήταν χαρούμενοι, επειδη δεν είχαν παιδιά.
Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, όταν έπεσε το πρώτο χιόνι και άπλωσε το άσπρο σεντόνι στη γη, το ηλικιωμένο ζευγάρι στάθηκε μπροστά στο παράθυρό του κι έβλεπε τα παιδιά που έκαναν έναν πολύ μεγάλο χιονάνθρωπος. Αφού έφτιαξαν τον χιονάνθρωπο, τα παιδιά έφυγαν, και ο γέροντας είπε στη γυναίκα του:-«Γιατί δεν πάμε έξω να φτιάξουμε ένα χιονόπαιδο;»
-«Γιατί όχι!», απάντησε εκείνη. «Μπορούμε να φτιάξουμε ένα μικρό κοριτσάκι!»
Κι έτσι βγήκαν στην αυλή και άρχισαν δουλειά!
Αργά και προσεκτικά έδωσαν σχήμα στο χιόνι. Έφτιαξαν ένα μικρό σώμα, με λεπτοκαμωμένα χέρια και πόδια. Έφτιαξαν μια μικρή μπάλα από χιόνι και σχημάτισαν το κεφάλι. Μετά μ’ένα μικρό κλαρί χάραξαν το στόμα και τα μάτια.
Το χιονόπαιδο ήταν τόσο τέλειο, όσο μπορούσε να γίνει. Το φόρεμά της ήταν φτιαγμένο από παγοκρυστάλλους και τα μαλλιά της από κλαδιά ιτιάς καλυμμένα με πάγο.
-«Το χιονόπαιδο είναι τόσο όμορφο!» είπε ο γέροντας.
-«Πόσο θα ήθελα να είναι αληθινή!», ευχήθηκε η γυναίκα του και γονάτισε και φίλησε το παιδί στα χείλη. Και μόλις το έκανε αυτό, το παιδί ζωντάνεψε!
Τα χείλη της έγιναν ροζ και μια ζεστή ανάσα βγήκε από το στόμα της. Και κοίταξε το ηλικιωμένο ζευγάρι με τα μάτια ενός αληθινού παιδιού.
Πρώτα κούνησε το κεφάλι της.
Μετά τα χέρια της…
και μετά τα πόδια της…
-«Κοίτα!» φώναξε ο γέροντας, «είναι ζωντανή!»
Το χιονόπαιδο χαμογέλασε και μετά μίλησε και είπε: «Από χιόνι είμαι φτιαγμένο, κι απ’τον άνεμο φερμένο!»
-«Η ευχή μας πραγματοποιήθηκε!» είπε η γυναίκα.
-«Ναι!» είπε ο άντρας της, «επιτέλους έχουμε κι εμείς ένα κοριτσάκι δικό μας!». Και πήρε το χιονόπαιδο στην αγκαλιά του και το έβαλε μέσα στο σπίτι.
Το ηλικιωμένο ζευγάρι ποτέ δεν υπήρξε πιο ευτυχισμένο. Ο γέροντας έλεγε ιστορίες. Η γυναίκα του έλεγε τραγούδια και το χιονόπαιδο χόρευε τριγύρω στο δωμάτιο.
Το βράδυ η γριά γυναίκα έτρωσε ένα μικρό κρεβάτι με μια ζεστή μάλλινη κουβέρτα.
-«Έλα!» είπε «Είναι ώρα για ύπνο».
Το χιονόπαιδο αρνήθηκε.
-«Δεν μπορώ να κοιμηθώ εδώ» είπε «πρέπει πάντα να κοιμάμαι έξω!»
-«Μα θα κρυώσεις!» είπε η γριά γυναίκα.
-«Ω! μα όχι!» είπε γελώντας το χιονόπαιδο «Εγώ ποτέ δεν κρυώνω!». Κι έτρεξε έξω στον κήπο.
Κάθε βράδυ κοιμόταν έξω, σ’ένα χιονένιο κρεβάτι. Και κάθε βράδυ ο γέροντας και η γυναίκα του, την κοιτούσαν από το παράθυρο για είναι σίγουροι ότι το κοριτσάκι δεν κινδυνεύει. Το φεγγάρι και τα αστέρια φώτιζαν το κοιμισμένο της χαμόγελο και όλα πήγαιναν μια χαρά.
Όλο το χειμώνα το χιονόπαιδο έπαιζε με τα παιδιά του χωριού στο χιόνι. Τους έμαθε να φτιάχνουν ένα σωρό χιονένια πράγματα: άλογα, μια άμαξα κι ένα όμορφο παλάτι.
Ώσπου ήρθε η άνοιξη κι ο ήλιος ζέστανε τη γη. Τα πουλιά επέστρεψαν από τα μακρινά μέρη και τα μπουμπούκια άνθισαν στους κήπους. Τα παιδιά του χωριού ήταν χαρούμενα. Χόρευαν και τραγουδούσαν κάτω από το φως του ήλιου. Κι έλεγαν στο χιονόπαιδο: «Έλα, έλα να παίξεις μαζί μας!»
Μα το χιονόπαιδο δεν πήγαινε. Κρυβόταν από τον ήλιο στις σκιές των δέντρων και στις σκοτεινές γωνιές του σπιτιού.
-«Μα τι συμβαίνει;» αναρωτιόταν η γριά γυναίκα.
-«Μήπως είσαι άρρωστη;» τη ρωτούσε ο γέροντας.
-«Τίποτα δεν συμβαίνει…» απαντούσε το κορίτσι «είμαι καλά…»
Κι όμως όσο ζέσταινε ο καιρός τόσο πιο θλιμμένο γινόταν το κορίτσι. Τα χείλη της έχασαν το χρώμα τους, κι έμοιαζε πιο λεπτή και αδύναμη.
Ύστερα, ένα πρωί, όταν έλιωσε και το τελευταίο χιόνι του χειμώνα, το κορίτσι πήγε στο ηλικιωμένο ζευγάρι, τους φίλησε και είπε:
-«Τώρα πρέπει να σας αφήσω…»
-«Μα γιατί;» τρόμαξαν εκείνοι.
-«Γιατί από χιόνι είμαι φτιαγμένο, κι όπου έχει κρύο μένω!» είπε το κορίτσι.
-«Όχι, όχι!» φώναξαν «Δεν μπορείς να φύγεις…»
Τότε την αγκάλιασαν σφιχτά και λίγες σταγόνες λιωμένου χιονιού έβρεξαν το πάτωμα. Γρήγορα το κοριτσάκι ξεγλίστρησε από τα χέρια τους κι έτρεξε στην πόρτα.
-«Έλα πίσω!» φώναξαν εκείνοι «γύρνα πίσω σ ‘ εμάς!»
Όμως το χιονόπαιδο είχε φύγει. Και το ηλικιωμένο ζευγάρι έκλαψε. Πίστεψαν ότι δεν θα την ξαναδούν ποτέ.
Όλο το καλοκαίρι τα παιδιά έπαιζαν, τα πουλιά τραγουδούσαν και τα λουλούδια άνθιζαν. Αλλά ο γέροντας και η γυναίκα του σκέφτονταν μόνο το χαμένο κοριτσάκι τους.
Ώσπου τον επόμενο χειμώνα, όταν έπεσε το πρώτο χιόνι και το ηλικιωμένο ζευγάρι κοίταξε έξω από το παράθυρο, είδαν το χιονόπαιδό τους να στέκεται στον κήπο! Έτρεξαν έξω και τη φίλησαν. Το χιονόπαιδο χαμογέλασε και είπε: «Από χιόνι είμαι φτιαγμένο, κι απ’τον άνεμο φερμένο!»
Το χιονόπαιδο έμεινε με τον γέροντα και τη γυναίκα του όλο το χειμώνα. Κι όταν ήρθε η άνοιξη, έφυγε ξανά. Όμως ο γέροντας και η γυναίκα του δεν ένιωθαν πια λύπη. Ήξεραν πως το χιονόπαιδό τους θα επέστρεφε κοντά τους κάθε χειμώνα, για μια ολόκληρη ζωή.Ευχαριστούμε που μας διαβάσατε